- κελεύστωρ
- κελεύστωρ, ὁ (Α) [κελεύω]ο κελευστής, αυτός που δίνει διαταγές, αυτός που παρακινεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κελεύστωρ — one who commands masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελεύω — (ΑΜ κελεύω) παραγγέλλω, διατάζω, προστάζω νεοελλ. (για νόμους) θεσπίζω, ορίζω, καθορίζω («θα κάνω ό,τι κελεύει ο νόμος») αρχ. 1. (αντίθ. τού επιτάττω) ζητώ, ικετεύω, παρακαλώ 2. (για ανώτερον προς κατώτερον) επιβάλλω κάτι σε κάποιον, δίνω εντολή… … Dictionary of Greek